- ορμαίνω
- ὁρμαίνω (Α) [ορμή](ποιητ. τ.)1. ανακινώ κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι2. μελετώ, εξετάζω κάτι («ἤλυθον εἰς Τροίην, πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες», Ομ. Ιλ.)3. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ4. είμαι ορμητικός, ανυπομονώ («βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων», Αισχύλ.)5. παρακινώ, προτρέπω6. αποβάλλω («οὕτω τὸν αὐτοῡ θυμὸν ὁρμαίνει πεσόν», Αισχύλ.)7. (η μτχ. αρσ. τού ενεργ. ενεστ. ως επίρρ.) ὁρμαίνωνμε προθυμία, γρήγορα.
Dictionary of Greek. 2013.